-
1 Κάρ
Κάρ, ο, gen. Κᾱρός, pl. Κᾶρες ([var] contr. fr. Κᾰερ-), Carian, Il.2.867, etc.:—fem. [full] Κάειρα [pron. full] [ᾰ] (q.v.): employed as mercenaries,Aκαὶ δὴ 'πίκουρος ὥστε Κὰρ κεκλήσομαι Archil.24
, cf. Ephor.12 J.: hence prov., ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύειν (cf. experimentum facere in corpore vili), E.Cyc. 654, cf. Sch.Pl.La. 187b, Euthd. 285c;ἐν Καρὶ τὸν κίνδυνον.. πειρᾶσθαι Cratin.16
, cf. Philem.18;δεῖ ἐν Καρὶ τὴν πεῖραν, οὐκ ἐν τῷ στρατηγῷ γίνεσθαι Plb.10.32.11
;ἐν τῷ Καρὶ καὶ οὐκ ἐν τοῖς ἑαυτῶν σώμασι τὰς πείρας ποιούμενοι Aristid.1.163
J.II v. Κήρ.
См. также в других словарях:
Καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας … Dictionary of Greek